τεταρταιος

τεταρταιος
    τεταρταῖος
    3
    1) происходящий на четвертый день
    

ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Plat. — прибыть на четвертый день;

    τεταρταῖον γενέσθαι Her. — пролежать четыре дня;
    τ. πυρετός Plat. — квартана (лихорадка четырехдневной периодичности)

    2) четвертый Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τεταρταιος" в других словарях:

  • τεταρταῖος — on the fourth day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… …   Dictionary of Greek

  • τεταρταίος — α, ο αυτός που συμβαίνει μετά τέσσερις ημέρες ή κάθε τέσσερις ημέρες: Τεταρταίος πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεταρταῖον — τεταρταῖος on the fourth day masc acc sg τεταρταῖος on the fourth day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖα — τεταρταῖος on the fourth day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖαι — τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖοι — τεταρταῖος on the fourth day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταϊκός — ή, όν, ΜΑ [τεταρταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τεταρταίο πυρετό («τεταρταϊκαὶ... περίοδοι», Αλέξ. Τραλλ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεταρταϊκός α) (ενν. πυρετός) ο τεταρταίος πυρετός β) άτομο που έχει προσβληθεί από τον παραπάνω πυρετό …   Dictionary of Greek

  • τεταρταία — τεταρταί̱ᾱ , τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc/acc dual τεταρταί̱ᾱ , τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίας — τεταρταί̱ᾱς , τεταρταῖος on the fourth day fem acc pl τεταρταί̱ᾱς , τεταρταῖος on the fourth day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίων — τεταρταί̱ων , τεταρταῖος on the fourth day fem gen pl τεταρταί̱ων , τεταρταῖος on the fourth day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»